-
1 γυρος
I.3круглый, выпуклый(οἰκία χελιδόνος Anth.)
γυρέ κόνις Anth. — (могильный) курган;γυρὸν κέρας Anth. — круто изогнутый рогII.ὅ круг или окружность(τὸν γῦρον περι γράψαι Polyb., Plut.)
1 γυρος
(οἰκία χελιδόνος Anth.)
(τὸν γῦρον περι γράψαι Polyb., Plut.)